.....Kαι πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη
κατάφωτη, αμφιθεατρική, σαν ένα
στάδιο
όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση......
Σε τι χρησίμεψαν λοιπόν οι αμαρτίες μου
... όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ' όλους τους δρόμους κι έπεσα να
κοιμηθώ...
O ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.
...είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν
...σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα, που να βρεις καιρό...
Όχι, δεν είναι φτερούγα. Tο χέρι του είναι, καθώς προσπαθεί ν' αποφύγει τα χτυπήματα.
...τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά...
Σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.
...γιατί την ώρα που πεθαίνεις, σαν ένας φονιάς που απομακρύνεται βιαστικά,
φεύγει από μέσα σου ο άγνωστος που υπήρξες.
" μητέρα, ρώτησα κάποτε, που μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ' άλογό μου΄", "μα δε
βλέπω κανένα άλογο", "κι εσύ, μητέρα!"...
...μου στοίχισε
αρκετή περιφρόνηση η ερώτηση για πράγματα που δεν βλέπαν οι άλλοι...
Kανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου...
...ο καθένας ζει με το τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση.
Oι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958)
AυτοπροσωπογραφίαΝυχτερινός Επισκέπτης(1972)
κατάφωτη, αμφιθεατρική, σαν ένα
στάδιο
όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση......
Ο μίμος ζούσε μόνος στη μεγάλη πόλη. Την αγαπούσε πολύ μα την φοβόταν. Ναι... ήταν δειλός πολύ, δεν είχε θέση στην πόλη. Πουθενά δεν ήξερε αν είχε θέση. Όταν ήταν λυπημένος έμενε συχνά στο σπίτι κ έκλεινε έξω τους πάντες. Ακόμη και τον ήλιο που θα μπορούσε ίσως να ζεστάνει την παγωμένη καρδιά του. Μέσα στη μοναξιά του έβρισκε την γαλήνη. Τη γαλήνη που του στερούσε ο φόβος της παρουσίας των άλλων ανθρώπων. Κ ας τους αγαπούσε τόσο τους ανθρώπους, κι ας τους είχε τόσο ανάγκη.
Ναι ήταν δειλός πολύ και το ήξερε. Φόραγε κάθε μέρα το κοστούμι του, και ζωγράφιζε ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο του. "Είσαι σαν κλόουν" τον κορόιδεψαν ένα πρωί μα δεν τον ένοιαξε. Το χαμόγελο του τον ένωνε με τον κόσμο. Του χαμογελούσαν τα παιδιά και οι φίλοι του κ αυτό του έφτανε. Έπαιζε ρόλους. Πάντα χαρούμενους. Αν έκανε πως κλαίει θα έκλαιγε στ αλήθεια. Κι είχε ορκιστεί πως δεν θα τον δουν ξανά να κλαίει. Φοβόταν να κλάψει άλλο. Τα δάκρυα τον απομάκρυναν από τον κόσμο. Τον κόσμο που τόσο αγαπόυσε μα τόσο φοβόταν.
Κ ήταν τόσο φοβισμένος, που όταν του έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσε
που του άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
που του άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Στ΄αλήθεια τις αγαπούσε πολύ τις αναμνήσεις του ο μίμος. Τις κράταγε σφιχτά πάνω από την καρδιά του και τις κοίταγε. Άλλοτε έκλαιγε με λυγμούς και άλλοτε γελόυσε δυνατά. Και μερικές φορές τις κοίταγε παγωμένος, χωρίς να τον νοιάζει. Τότε πονούσε. Προδοσία..
Τα βράδια που γύρναγε σπίτι και έσβηνε το χαμόγελο κοίταζε τον καθρέπτη. Χαμογελούσε τότε δειλά. Έλεγε συνέχεια πως δεν είναι κακός για να το πιστέψει. Μα δεν το πίστευε κ έκλαιγε. Αδικία...
Οι δειλοί δεν έχουν θέση στον κόσμο σκεφτόταν. Ούτε οι αδύναμοι. Κ αυτός ήταν και δειλός και αδύναμος.Και κάπως έτσι, έπεφτε κάθε φορά η νύχτα στη μεγάλη πόλη.
Γράφτηκε κάποτε ένα ποίημα, θαρρείς πως γράφτηκε γι αυτόν.
Νυχτερινός Επισκέπτης
Σε τι χρησίμεψαν λοιπόν οι αμαρτίες μου
... όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ' όλους τους δρόμους κι έπεσα να
κοιμηθώ...
O ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.
...είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν
...σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα, που να βρεις καιρό...
Όχι, δεν είναι φτερούγα. Tο χέρι του είναι, καθώς προσπαθεί ν' αποφύγει τα χτυπήματα.
...τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά...
Σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.
...γιατί την ώρα που πεθαίνεις, σαν ένας φονιάς που απομακρύνεται βιαστικά,
φεύγει από μέσα σου ο άγνωστος που υπήρξες.
" μητέρα, ρώτησα κάποτε, που μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ' άλογό μου΄", "μα δε
βλέπω κανένα άλογο", "κι εσύ, μητέρα!"...
...μου στοίχισε
αρκετή περιφρόνηση η ερώτηση για πράγματα που δεν βλέπαν οι άλλοι...
Kανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου...
...ο καθένας ζει με το τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση.
Οι στίχοι είναι από τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη
Oι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958)
Aυτοπροσωπογραφία