30 Απριλίου, 2009
Mirror Mirror on the Wall
Ξυπνάς το πρωί και κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέπτη. Τρίβεις τα μάτια σου μα εξακολουθείς να βλέπεις θολά. Ρίχνεις λίγο νερό στο πρόσωπο σου και κοιτάς ξανά. Τι βλέπεις?
Στον κρύο καθρέπτη, ένα άγνωστο πρόσωπο. Ξένο. Χαμένο στις μέρες που πέρασαν, στις στιγμές που σ ΄ έπλασαν. Χαραγμένο από συναισθήματα. Ένα πρόσωπο που έχει πάψει εδώ και καιρό να θυμίζει το δικό σου. Που μπορεί να το χεις συνηθίσει πια αλλά χρειάζεσαι πάντα μερικές στιγμές μέχρι να το αναγνωρίσεις από την αρχή.
Και η μέρα ξεκινά. Χωρίς τον καθρέπτη ξεχνάς για λίγο την άγνωστη που κατοικεί στο πρόσωπο σου και θυμάσαι εκείνη που παίζει κρυφτό στην καρδιά και το μυαλό σου. Τη χάνεις, τη βρίσκεις ξανά. Εκείνη, εσύ-η παλιά εσύ- τρέχει ανέμελα στις λεωφόρους της μνήμης σου και σκαρώνει παιχνίδια και όνειρα. Εκείνη έμοιαζε και ήταν διαφορετική πριν την αιώνια φυλακή της. Τώρα τη θέση της πήρε η άλλη.
Κοιτάς στον καθρέπτη ξανά, στα τζάμια του δρόμου, στα μάτια των άλλων και τη βλέπεις. Στην αρχή ξαφνιάζεσαι και μετά θυμάσαι. Χαμογελάς γιατί τώρα πια τα πάτε καλά οι δυο σας και ας σου φαίνεται εκείνη πάντα το ίδιο αποκρουστική με την πρώτη στιγμή που την αντίκρισες. Αλήθεια θυμάσαι την πρώτη σας γνωριμία? Πάει καιρός ε? Αχ πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός.
Κοιτάς ξανά και ξανά το πρόσωπο σου, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό την ίδια στιγμή. Εσύ και η άλλη, η άλλη και εσύ. Ένας κύκλος, μια εναλλαγή που σε τρελαίνει. Φοβάσαι πως οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν καν τη διαφορά. Σου λένε συχνά άλλωστε πως είσαι το ίδιο όμορφη όπως πάντα.
Τι είσαι? Ποια είσαι?
Κάποια που μεγάλωσε παραπάνω 20 χρόνια, που γέρασε, που έχασε πολλά και δεν βρήκε τίποτα.
Πάλι στον καθρέπτη. Πάχυνες, ναι πάχυνες. Τα μαλλιά σου ασπρίζουν και κοίτα πόσο ατσούμπαλα είναι...και τα μάτια σου μίκρυναν. Ασχήμυνες. Πω πω πόσο ασχήμυνες. Μα όχι, όχι .. δεν είσαι εσύ, ξέχασες? Ή άλλη είναι, τόσο μα τόσο άσχημη, τόσο κουρασμένη τόσο ίδια και τόσο διαφορετική μ εσένα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Κι όταν βραδιάσει πια, τρέχεις ξανά μπρος στον καθρέπτη. Θολώνεις τα μάτια σου, τόσο που να δακρύσουν. Απλώνεις τα χέρια σου και νοσταλγικά χαιδεύεις το είδωλο που απλώνεται σαν πύρηνο σύγνεφο μπρος σου.
Τα θολωμένα μάτια σου, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν χαρακτηριστικά. Μονάχα φιγούρες, μονάχα μία φιγούρα. Και τότε, πάει να πει, πως τα μάτια πρέπει να παραιτηθούν και να έρθει λέει η φαντασία. Αυτήν η κακομοίρα, που καιρό κλεισμένη στα σωθηκά σου μέσα, σου έγνεφε από μακριά. Και όταν έρθει να πλάσει ξανά από την αρχή τα χαρακτηριστικά, απάνου στον καθρέπτη, τότε ούτε τα μάτια θα έχουν πια νόημα, ούτε ο καθρέπτης. Γιατί τότε πάει να πει πως δεν θα αναρωτηθείς ξανά τι βλέπεις, αλλά αν αυτό που βλέπεις μπορείς να το καταφέρεις. Και μπορείς...
Ευχαριστώ... :)
Δημοσίευση σχολίου