20 Νοεμβρίου, 2007

Love

Να η αγάπη...
Love, photo by maxlake2 in deviantART

19 Νοεμβρίου, 2007

Στη Θάλασσα


Η βροχή είχε πια σταματήσει. Έβρεχε πολύ ώρα μα δεν ήξερε πόσο.. Είχε σταματήσει εδώ και καιρό να μετράει το χρόνο. Τι νόημα είχε άλλωστε? Απλά περνούσε και περνούσε. Και μαζί του περνούσε και όλη της η ζωή. Σαν το νερό που γλιστράει από τις παλάμες της κι ας προσπαθούσε να το κρατήσει. Πέρασε κι άλλη μια μέρα χωρίς να γίνει τίποτα. Εκείνη έφταιγε. Το ήξερε μα απογοητεύτηκε πάλι. Πώς να τα βάλει με τον ίδιο της τον εαυτό? Πώς να νικήσει τους δαίμονες του μυαλού της? Τις αδυναμίες της. Ήθελε μα δεν είχε κίνητρο. Δεν έβρισκε σε τίποτα δύναμη πια. Από ποιον περιμένεις να πάρεις δύναμη της φώναξε μια μέρα η φίλη της, από ποιον αν όχι από σένα? Χαμήλωσε το βλέμμα. Έτσι έκανε πάντα όταν ήξερε πως κάποιος είχε δίκιο αλλά ήξερε πως δεν θα τον άκουγε, ντρεπόταν.

Τι ώρα να ήταν.. Είχε νυχτώσει. Μα δεν υπάρχει ένα ρολόι μέσα σ΄ αυτό το σπίτι σκεφτόταν δυνατά. Άνοιξε την τηλεόραση και είχε ειδήσεις. Κόντευε 9 λοιπόν. Την είχε πάρει ο ύπνος. Τώρα θυμόταν. Είδε πάλι τον ίδιο εφιάλτη. Το παλιό της σπίτι, γεμάτο κόσμο κ εκείνη έξω να κοιτάει μα να μην μπορεί να μπει. Να απλώνει το χέρι μα να μην αγγίζει. Να θέλει να φωνάξει και να μην μπορεί. Έβαλε καφέ για να ζεσταθεί. Μπα πάλι κρύωνε. Είπε να πάρει κάποιον τηλέφωνο μα το μετάνιωσε. Τι νόημα είχε να τους μεταδώσει τη μιζέρια της? Κι απ΄ την άλλη τι νόημα είχε να προσποιηθεί τη χαρούμενη αφού δεν ήταν. Ίσως και να ήταν όλα μέσα στο μυαλό της. Πάντα η μιζέρια τη βόλευε, ίσως και να ήταν πιο ασφαλής έτσι.

Το σπίτι άρχιζε να την πνίγει. Ήταν ζεστό κ εκείνη κρύωνε. Από την μπαλκονόπορτα μπορούσε να δει τη θάλασσα μα δεν της έφτανε. Ήταν όπως στο όνειρο της που έβλεπε και δεν άγγιζε. Το πήρε απόφαση. Θα έβγαινε. Ντύθηκε ζεστά και έφυγε βιαστικά. Περπατούσε γρήγορα για να αποφύγει τον κόσμο. Δεν ήθελε να τους βλέπει ούτε να τη βλέπουν. Γι΄ αυτό κατάντησα έτσι σκέφτηκε χαμηλόφωνα αυτή τη φορά. Θα την περνούσαν και για τρελή. Δεν ήθελε. Ευτυχώς η βροχή και ο αέρας κράτησε μέσα τον κόσμο κ χωρίς να το πολύ-καταλάβει έφτασε στο μικρό λιμάνι. Κατέβηκε κάτω που δεν είχε κόσμο. Η μυρωδιά και ο αέρας της θάλασσας την έλουσαν και την ανακούφισαν. Πάντα ηρεμούσε στη θάλασσα και στη βροχή. Και μόνο σαν εικόνες της γιάτρευαν την ψυχή για λίγο τουλάχιστον. Περπατούσε αργά για ώρα πολύ. Δεν ήξερε πόσο. Δεν είχε ρολόι γιατί είχε σταματήσει να μετράει το χρόνο. Συνέχισε να προχωράει. Πέρασε το λιμάνι κ συνέχισε.

Ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυα μούσκεψαν τα μάτια της κ έτρεξαν στα μάγουλα της. Τα σκούπισε με μια κίνηση και συνέχισε. Που θα ‘φτανε? Όχι που θα ‘φτανε τώρα, μα που θα πήγαινε αυτή η κατάσταση? Δεν άντεχε άλλο. Ήταν βάρος στους γύρω της. Ήταν βάρος στον ίδιο της τον εαυτό. Από τότε που γεννήθηκε ήταν περίεργος άνθρωπος. Φοβόταν να μείνει μόνη μα φοβόταν περισσότερο τους άλλους ανθρώπους. Και τα κατάφερε τελικά. Ήταν μόνη. Όχι ότι ήθελε και πολύ προσπάθεια. Έδιωχνε εύκολα τον κόσμο από κοντά της. Μόλις τη γνώριζαν ήθελαν να το βάλουν στα πόδια. Δεν τους αδικούσε. Κι αυτή το ίδιο θα έκανε αν τη γνώριζε. Κι όσοι είχαν μείνει (σίγουρα υπομονετικοί άνθρωποι) πόσο θα άντεχαν τις κρίσεις και τα ξεσπάσματα της. Ευτυχώς τα είχε πια όλα υπό έλεγχο. Ή έτσι νόμιζε.

Έφτασε στο τέλος της προβλήτας. Τα νερά ήταν μαύρα και σκοτεινά. Τρομακτικά και θελκτικά ταυτόχρονα. Μήπως να έπεφτε? Θα τελείωναν όλα. Με μια κίνηση. Μια απόφαση. Κάποιοι θα λυπόντουσαν. Δεν θα το ΄θελε . Απ΄ την άλλη ήταν σίγουρη πως σταδιακά όλα και για όλους θα ήταν καλύτερα χωρίς αυτή. Έκανε ένα βήμα πίσω και ετοιμάστηκε. Ζήτησε από το Θεό να τη συγχωρέσει και έκανε να τρέξει. Μα λύγισε. Λύγισαν τα γόνατα της κ έπεσε κάτω. Την πρόδωσε το σώμα της. Ή μήπως την έσωσε? Έβάλε πάλι τα κλάματα κ έμεινε για ώρα εκεί πεσμένη. Κανείς δεν την είδε. Σηκώθηκε σιγά σιγά και γύρισε σπίτι. Χάρηκε που ήταν ζεστό. Οι φίλοι της την έψαχναν από ώρα. Τους μίλησε και χάρηκε που τους είχε. Δεν τους είπε τίποτα όμως, μόνο πως την πήρε ο ύπνος και είδε ένα περίεργο όνειρο..